- πειθοδικαιόσυνος
- -ον, Ααυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο τής δικαιοσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + δικαιοσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πειθοδικαιόσυνε — πειθοδικαιόσυνος pleading the cause of justice masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek